- φιλάμπελος
- -ον, ΜΑαυτός που αγαπά την άμπελοαρχ.(για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄμπελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλάμπελος — loving the uine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάμπελον — φιλάμπελος loving the uine masc/fem acc sg φιλάμπελος loving the uine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμπελωτάτη — φιλάμπελος loving the uine fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμπελωτάτην — φιλάμπελος loving the uine fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάμπελα — φιλάμπελος loving the uine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμπελώ — όω, Μ [φιλάμπελος]·1. είμαι φιλάμπελος* 2. συνεκδ. αγαπώ τα προϊόντα τής αμπέλου, δηλαδή τα σταφύλια και το κρασί («ὃς ἦν φιλοινότατος καὶ τῶν φιλαμπελούντων», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek